ετερόδυνο

ετερόδυνο
Ηλεκτρονική διάταξη που επιτρέπει την παραγωγή ηλεκτρικών ταλαντώσεων υψηλής συχνότητας και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή συχνοτήτων σε υπερετερόδυνους ραδιοφωνικούς δέκτες, κυματομετρητές και άλλες συσκευές. Οι ταλαντώσεις που παράγει το ε. συμβάλλουν προς τα σήματα υψηλής συχνότητας που συλλαμβάνει η κεραία του δέκτη και δημιουργεί μια σταθερή διαφορά συχνότητας (μέση συχνότητα). Η εναλλασσόμενη τάση μέσης συχνότητας μπορεί μετά με ευκολία να ενισχυθεί από τις βαθμίδες μέσης συχνότητας του δέκτη. Το ε. πρέπει να έχει μεγάλη σταθερότητα συχνότητας και μικρό εύρος αρμονικών ταλαντώσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ετερόδυνος — η, ο 1. αυτός που παίρνει τη δύναμή του από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το ετερόδυνο ηλεκτρονική διάταξη που επιτρέπει την παραγωγή ηλεκτρικών ταλαντώσεων υψηλής συχνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θ. δυν τού δύναμαι] …   Dictionary of Greek

  • ομόδυνος — η, ο το ουδ. ως ουσ. το ομόδυνο (ραδιοηλ.) τύπος ραδιοφωνικού δέκτη ή δέκτη ασυρμάτου ο οποίος δεν χρησιμοποιεί ετερόδυνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homodyne < homo (< ομ[ο]*) + dyne (< γαλλ. dyne < δύναμη)] …   Dictionary of Greek

  • υπερετερόδυνο — το, Ν (ραδιοηλ.) δέκτης ραδιοηλεκτρικών κυμάτων μέσα στον οποίο επιπροστίθεται στην ταλάντωση τού φέροντος κύματος και μία υψίσυχνη ταλάντωση που παράγεται από τοπικό ταλαντωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ετερόδυνο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”