- ετερόδυνο
- Ηλεκτρονική διάταξη που επιτρέπει την παραγωγή ηλεκτρικών ταλαντώσεων υψηλής συχνότητας και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή συχνοτήτων σε υπερετερόδυνους ραδιοφωνικούς δέκτες, κυματομετρητές και άλλες συσκευές. Οι ταλαντώσεις που παράγει το ε. συμβάλλουν προς τα σήματα υψηλής συχνότητας που συλλαμβάνει η κεραία του δέκτη και δημιουργεί μια σταθερή διαφορά συχνότητας (μέση συχνότητα). Η εναλλασσόμενη τάση μέσης συχνότητας μπορεί μετά με ευκολία να ενισχυθεί από τις βαθμίδες μέσης συχνότητας του δέκτη. Το ε. πρέπει να έχει μεγάλη σταθερότητα συχνότητας και μικρό εύρος αρμονικών ταλαντώσεων.
Dictionary of Greek. 2013.